loquace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loquace loquaces

Επίθετο

[επεξεργασία]

loquace (fr) αρσενικό ή θηλυκό