long

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  1. μακρύς, μακρός, μεγάλος ή πολύς σε απόσταση
  2. μακρύς, πολύς, εδώ και πολύ καιρό, που διαρκεί ή παίρνει πολύ χρόνο ή περισσότερο χρόνο από το συνηθισμένο
    ⮡  a long talk - μακριά συζήτηση
    ⮡  a long visit - μια μακριά επίσκεψη
    ⮡  It won’t take me a long time.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    ⮡  I won’t take a long time to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    ⮡  I haven’t been feeling well for a long time.
    Δεν νιώθω καλά εδώ και πολύ καιρό.
    ⮡  I wanted to talk to you for a long time./I, for a long time, wanted to talk to you.
    Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  1. πολύς καιρός, από πολύ καιρό, παραπάνω, πολλή ώρα, αργώ, για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    ⮡  How long did you take?
    Πόσον καιρό έκανες;
    ⮡  I have long want to speak with you.
    Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
    ⮡  I won’t take long to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    ⮡  How long does it take you to shave?
    Πόση ώρα κάνεις/σε παίρνει α ξυριστείς;
    ⮡  I don’t take long./It doesn’t take me long.
    Δεν κάνω/Δε με παίρνει πολλή ώρα.
    ⮡  From what I hear, they won’t be long.
    Καθώς ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν.
    ⮡  I won’t be long, in 5 minutes I will be ready.
    Δεν θ' αργήσω, σε 5 λεπτά θα είμαι έτοιμη.
    ⮡  Does it take you long to get dressed?
    Αργείς να ντυθείς;
    ⮡  I can’t stand it any longer.
    Δεν το αντέχω άλλο πια.
  2. αργώ, πολλή ώρα πριν ή μετά από μια συγκεκριμένη ώρα ή γεγονός
    ⮡  Easter is still a long way off.
    Το Πάσχα αργεί ακόμα.
    ⮡  Vacation is not a long way away.
    Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.
    ⮡  How long was it before he came back?
    Πόση ώρα πέρασε ώσπου να γυρίσει;

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]