land

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Land

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
land lands

land (en)

  • (μη μετρήσιμο) η γη, η ξηρά, το έδαφος, το χώμα, το τμήμα της επιφάνειας της Γης που δεν καλύπτεται με νερό
    ⮡  I am traveling over land and sea.
    Ταξιδεύω σε ξηρά και σε θάλασσα.
ενεστώτας land
γ΄ ενικό ενεστώτα lands
αόριστος landed
παθητική μετοχή landed
ενεργητική μετοχή landing

land (en)

  1. (αμετάβατο) προσγειώνομαι, κατεβαίνω από τον αέρα στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια
    ⮡  The helicopter landed on the roof of the building.
    Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.
  2. (μεταβατικό) προσγειώνω, ελέγχω ένα αεροπλάνο και το κατεβάζω στο έδαφος
    ⮡  He landed the airplane in a field.
    Προσγείωσε το αεροπλάνο σ' ένα χωράφι.
    ⮡  The pilot managed, with difficulty, to land the plane.
    Ο πιλότος κατάφερε να προσγειώσει με δυσκολία το αεροπλάνο.
  3. (αμετάβατο) προσγειώνομαι, αποβιβάζομαι, φτάνω κάπου με αεροπλάνο ή βάρκα
    ⮡  What time do we land?
    Τι ώρα προσγειωνόμαστε;
    ⮡  Most tourists landed at Hydra.
    Οι περισσότεροι τουρίστες αποβιβάστηκαν στην Ύδρα.
  4. αποβιβάζω, βάζω κάποιον ή κάτι στην ξηρά από αεροσκάφος, σκάφος κτλ.
    ⮡  The enemy landed strong forces on the beach.
    Ο εχθρός αποβίβασε ισχυρές δυνάμεις στην παραλία.
  5. (αμετάβατο) προσγειώνομαι, κατεβαίνω κάπου μετά από πήδημα, πτώση ή ρίψη
    ⮡  The mosquito made a few circles and landed on her arm.
    Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο μπράτσο της.
    ⮡  The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (da)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (no)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (nl)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά
  3. η εξοχή
  4. ο αγρός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (sv)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά