land
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
land | lands |
land (en)
- (μη μετρήσιμο) η γη, η ξηρά, το έδαφος, το χώμα, το τμήμα της επιφάνειας της Γης που δεν καλύπτεται με νερό
- ⮡ I am traveling over land and sea.
- Ταξιδεύω σε ξηρά και σε θάλασσα.
- ⮡ I am traveling over land and sea.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | land |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lands |
αόριστος | landed |
παθητική μετοχή | landed |
ενεργητική μετοχή | landing |
land (en)
- (αμετάβατο) προσγειώνομαι, κατεβαίνω από τον αέρα στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια
- ⮡ The helicopter landed on the roof of the building.
- Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.
- ⮡ The helicopter landed on the roof of the building.
- (μεταβατικό) προσγειώνω, ελέγχω ένα αεροπλάνο και το κατεβάζω στο έδαφος
- ⮡ He landed the airplane in a field.
- Προσγείωσε το αεροπλάνο σ' ένα χωράφι.
- ⮡ The pilot managed, with difficulty, to land the plane.
- Ο πιλότος κατάφερε να προσγειώσει με δυσκολία το αεροπλάνο.
- ⮡ He landed the airplane in a field.
- (αμετάβατο) προσγειώνομαι, αποβιβάζομαι, φτάνω κάπου με αεροπλάνο ή βάρκα
- ⮡ What time do we land?
- Τι ώρα προσγειωνόμαστε;
- ⮡ Most tourists landed at Hydra.
- Οι περισσότεροι τουρίστες αποβιβάστηκαν στην Ύδρα.
- ⮡ What time do we land?
- αποβιβάζω, βάζω κάποιον ή κάτι στην ξηρά από αεροσκάφος, σκάφος κτλ.
- ⮡ The enemy landed strong forces on the beach.
- Ο εχθρός αποβίβασε ισχυρές δυνάμεις στην παραλία.
- ⮡ The enemy landed strong forces on the beach.
- (αμετάβατο) προσγειώνομαι, κατεβαίνω κάπου μετά από πήδημα, πτώση ή ρίψη
- ⮡ The mosquito made a few circles and landed on her arm.
- Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο μπράτσο της.
- ⮡ The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
- Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.
- ⮡ The mosquito made a few circles and landed on her arm.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- land (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- land (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 614. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξηρά
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]land (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]land (no)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]land (nl)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]land (sv)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)