lacking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός lacking
συγκριτικός more lacking
υπερθετικός most lacking

lacking (en)

  • αυτό που λείπει, δεν έχω τίποτα ή δεν έχω αρκετό από κάτι
    ⮡  He is lacking courage.
    Του λείπει το θάρρος.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lacking (en)