komenco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komenco | komencoj |
αιτιατική | komencon | komencojn |
komenco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komenco | komencoj |
αιτιατική | komencon | komencojn |
komenco (eo)