infusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
infusion infusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infusion (fr) θηλυκό

  1. το αφέψημα
  2. το ζεστό

Συγγενικά

[επεξεργασία]