indulgence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indulgence (en)

  1. η ανεκτικότητα
  2. η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών κάποιου
  3. (θρησκεία) η άφεση των αμαρτιών, το συγχωροχάρτι



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.dyl.ʒɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indulgence indulgences

indulgence (fr) θηλυκό