icy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | icy |
συγκριτικός | icier |
υπερθετικός | iciest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]icy (en)
- παγώνω, εξαιρετικά κρύος
- ↪ Our hands are icy cold.
- Πάγωσαν τα χέρια μας.
- ↪ Our hands are icy cold.
- παγωμένος, παγώνω, καλυμμένος με πάγο
- ↪ The icy road made driving dangerous.
- Ο παγωμένος δρόμος έκανε την οδήγηση επικίνδυνη.
- ↪ The road was icy.
- Ο δρόμος είχε παγώσει.
- ↪ The icy road made driving dangerous.
- ψυχρός, παγώνω, που δεν εκδηλώνει συναισθήματα, που δεν είναι φιλικές
- ↪ an icy reception - ψυχρή υποδοχή
- ↪ Relations between the two countries became icy.
- Πάγωσαν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.