hose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hose | hoses |
hose (en)
- το λάστιχο (ποτίσματος)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hoses |
αόριστος | hosed |
παθητική μετοχή | hosed |
ενεργητική μετοχή | hosing |
hose (en)
- πλένω κάτι με λάστιχο ποτίσματος
- ↪ I hose down a car/the deck/the walls.
- Πλένω ένα αυτοκίνητο/το κατάστρωμα/τους τοίχους (με λάστιχο ποτίσματος).
- ↪ I hose down a car/the deck/the walls.
Πηγές
[επεξεργασία]- hose (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hose (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 711. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλένω