hilaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hilaire < hile + -aire

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hilaire hilaires

hilaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • σχετικός με την hile