happiness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ευτυχία
- ↪ We lived a life full of happiness together.
- Ζήσαμε μια ζωή γεμάτη ευτυχία μαζί.
- ↪ We lived a life full of happiness together.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- happiness - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 346. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευτυχία