handling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
handling < (κληρονομημένο) μέση αγγλική handlinge < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική handlung (συγχρονικά αναλύεται σε handl(e) + -ing)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈhændl̩ɪŋ/ & /ˈhændlɪŋ/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: handl‐ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

handling (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αντιμετώπιση, η μεταχείριση, ο χειρισμός, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ή μεταχειρίζεται μια κατάσταση, ένα άτομο, ένα ζώο κτλ.
    ⮡  humiliating handling of the strikes by the minister - εξευτελιστική αντιμετώπιση των απεργών από τον υπουργό
    ⮡  brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
    ⮡  Due to his handling, he’s endangering the future of the country.
    Εξαιτίας των χειρισμών του διακινδυνεύεται το μέλλον της χώρας.
  2. η μεταχείριση, η ενέργεια του να αγγίζω, να νιώθω ή να κρατάω κάτι με τα χέρια μου
    ⮡  Until you car gets a little bit of use, it needs careful handling.
    Μέχρι να στρώσει το αυτοκίνητο χρειάζεται προσεκτική μεταχείριση.
  3. η διακίνηση εμπορευμάτων
    ⮡  Mail handling is done by the post office.
    Η διακίνηση της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

handling (en)