hail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Από το αρχαίο αγγλικό hæġl
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hail (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hails |
αόριστος | hailed |
παθητική μετοχή | hailed |
ενεργητική μετοχή | hailing |
hail (en)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hails |
αόριστος | hailed |
παθητική μετοχή | hailed |
ενεργητική μετοχή | hailing |
hail (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) επευφημώ, χαιρετίζω με ενθουσιασμό
- ⮡ They hailed him as a hero.
- Τον επευφήμησαν σαν ήρωα.
- ⮡ His victory was hailed as…
- Η νίκη του χαιρετίστηκε ως…
- ⮡ They hailed him as a hero.
- (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον ή κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
- ⮡ We hailed a taxi.
- Φωνάξαμε ένα ταξί.
- ⮡ We hailed a taxi.
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό) χαιρετώ