gush

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας gush
γ΄ ενικό ενεστώτα gushes
αόριστος gushed
παθητική μετοχή gushed
ενεργητική μετοχή gushing

gush (en)

  1. (αμετάβατο) αναβλύζω, ρέει ξαφνικά και γρήγορα από μια τρύπα σε μεγάλες ποσότητες
    As the oil gushed from the new well…
    Καθώς το πετρέλαιο ανάβλυσε από το νέο πηγάδι…
    Blood gushed out of/from the wound.
    Το αίμα έρρεε ποτάμι από την πληγή.
  2. (μεταβατικό) αναβλύζω, για δοχείο, όχημα κτλ. που ξαφνικά βγάζει μεγάλες ποσότητες υγρού
    The broken main gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]