gush
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | gush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gushes |
αόριστος | gushed |
παθητική μετοχή | gushed |
ενεργητική μετοχή | gushing |
Ρήμα
[επεξεργασία]gush (en)
- (αμετάβατο) αναβλύζω, ρέει ξαφνικά και γρήγορα από μια τρύπα σε μεγάλες ποσότητες
- ↪ As the oil gushed from the new well…
- Καθώς το πετρέλαιο ανάβλυσε από το νέο πηγάδι…
- ↪ Blood gushed out of/from the wound.
- Το αίμα έρρεε ποτάμι από την πληγή.
- ↪ As the oil gushed from the new well…
- (μεταβατικό) αναβλύζω, για δοχείο, όχημα κτλ. που ξαφνικά βγάζει μεγάλες ποσότητες υγρού
- ↪ The broken main gushed water and flooded the road.
- Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.
- ↪ The broken main gushed water and flooded the road.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- gush (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- gush (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 768. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβλύζω, ρέω