grafo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grafo | grafoj |
αιτιατική | grafon | grafojn |
grafo (eo)
- ο κόμης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grafo | grafoj |
αιτιατική | grafon | grafojn |
grafo (eo)