gallery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gallery | galleries |
gallery (en)
- η στοά
- η γκαλερί, εκθεσιακός χώρος ή κατάστημα πώλησης έργων τέχνης
- ⮡ There is no entrance fee to the gallery.
- Δεν υπάρχει χρέωση εισόδου για την γκαλερί.
- ⮡ There is no entrance fee to the gallery.
- ο εξώστης σ' ένα κινηματογράφο, η "γαλαρία"· το υπερώο του ναού