gad
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]gad (en)
- κινούμαι πέρα δώθε με τυχαίο τρόπο
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gad (pl) αρσενικό
gad (en)
gad (pl) αρσενικό