Μετάβαση στο περιεχόμενο

freezing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός freezing
συγκριτικός more freezing
υπερθετικός most freezing

freezing (en)

  1. (και freezing cold) παγωνιά, παγώνω, πολύ κρύος, κρυώνω πολύ
      It’s freezing that’s why I’m not going out today.
    Κάνει παγωνιά για αυτό δε θα βγω σήμερα.
      My hands were freezing.
    Πάγωσαν τα χέρια μου.
      Close the window, because we are going to be freezing cold.
    Κλείσε το παράθυρο, γιατί θα παγώσουμε.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) που έχει θερμοκρασίες κάτω από 0° Κελσίου
      The streets are dangerous due to the freezing weather.
    Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι λόγω της παγωνιάς.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

freezing (en) (μη μετρήσιμο)

  • το σημείο πήξης, 0° Κελσίου, η θερμοκρασία στην οποία το νερό παγώνει
      The sample for analysis is cooled to a temperature approaching freezing.
    Το προς ανάλυση δείγμα ψύχεται σε θερμοκρασία που προσεγγίζει το σημείο πήξης.
     συνώνυμα: freezing point

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

freezing (en)