free

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
free < παλαιά αγγλική freo < πρωτογερμανική *frijaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *prijos- αγαπητός, αγαπημένος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fri:/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός free
συγκριτικός freer
υπερθετικός freest

free (en)

  1. ελεύθερος, χωρίς υποχρεώσεις
    ⮡  I’m finish up today and tomorrow on I’ll be free.
    Σήμερα τελειώνω και από αύριο θα είμαι ελεύθερος.
    ⮡  Will you have free time tomorrow?
    Θα έχεις ελεύθερο χρόνο αύριο;
    ⮡  Tuesday is my free day.
    Η Τρίτη είναι η ελεύθερη μέρα μου.
  2. μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος
  3. δωρεάν, χωρίς πληρωμή
    ⮡  There's free beer for everyone at the bar tonight.
    Απόψε στο μπαρ έχει δωρεάν μπίρα για όλους.
  4. αβίαστος (ελεύθερος).
    ⮡  He was given free rein to do whatever he wanted λείπει η μετάφραση
  5. ανεμπόδιστος, χωρίς εμπόδια
    the drain was free
  6. (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
    free software/ελεύθερο λογισμικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας free
γ΄ ενικό ενεστώτα frees
αόριστος freed
παθητική μετοχή freed
ενεργητική μετοχή freeing

free (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]