forward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | forward |
συγκριτικός | more forward |
υπερθετικός | most forward |
forward (en)
- μπροστινός
- προχωρημένος, προνοητικός, αυτός που σκέφτεται για το μέλλον
- ↪ forward thinking - προνοητική/προχωρημένη σκέψη
Σύνθετα
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | forward |
συγκριτικός | further forward |
υπερθετικός | furthest forward |
forward (en)
- μπροστά, δηλώνει κίνηση προς τα εμπρός
- ↪ a little further forward - λίγο πιο μπροστά
- ↪ Step forward please!
- Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
- ↪ He rushed/ran forward.
- Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
- ↪ He craned his neck forward to see.
- Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.
- ↪ I am moving forward.
- Μετακινούμαι προς τα εμπρός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead
- ≠ αντώνυμα: backward
- έπειτα, μελλοντικά
- ↪ From this time forward, he was a different person.
- Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ήταν διαφορετικός άνθρωπος.
- ↪ From this time forward, he was a different person.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
forward | forwards |
forward (en)
- (αθλητισμός) ο επιθετικός
- ↪ Our forward makes a lot of goals!
- Ο επιθετικός μας βάζει πολλά γκολ!
- ↪ Our forward makes a lot of goals!
- (οικονομία) σύντμηση του forward contract
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | forward |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forwards |
αόριστος | forwarded |
παθητική μετοχή | forwarded |
ενεργητική μετοχή | forwarding |
forward (en)
- προωθώ
- ↪ Can you please forward this email to me?
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου προωθήσεις αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα;
- ↪ Can you please forward this email to me?