fons
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fons (la)
- η πηγή
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fons | fontēs |
γενική | fontis | fontium |
δοτική | fontī | fontibus |
αιτιατική | fontem | fontēs |
κλητική | fons | fontēs |
αφαιρετική | fonte | fontibus |