farm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
farm farms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

farm (en)

  • η φάρμα, το αγρόκτημα
    ⮡  I work on a farm.
    Δουλεύω σε φάρμα.
    ⮡  a poultry farm - αγρόκτημα πουλερικών

Σύνθετα

[επεξεργασία]