farm
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
farm
farms
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
farm
(en)
η
φάρμα
, το
αγρόκτημα
⮡
I work on a
farm
.
Δουλεύω σε
φάρμα
.
⮡
a poultry
farm
-
αγρόκτημα
πουλερικών
Σύνθετα
[
επεξεργασία
]
farmer
farming
Πηγές
[
επεξεργασία
]
farm
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
العربية
বাংলা
Brezhoneg
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Latviešu
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Русский
संस्कृतम्
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Српски / srpski
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tagalog
Türkçe
Українська
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
Volapük
Walon
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú