fairy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fairy | fairies |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fairy (en)
- η νεράιδα, μυθικό ον με μαγικές δυνάμεις
- ⮡ the fairies of the fairy tale - οι νεράιδες του παραμυθιού
- (μειωτικό, αργκό) αρσενικός ομοφυλόφιλος, ιδιαιτέρως ο θηλυπρεπής