Μετάβαση στο περιεχόμενο

fairy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fairy fairies

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfɛəɹɪ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fairy (en)

  1. η νεράιδα, μυθικό ον με μαγικές δυνάμεις
      the fairies of the fairy tale - οι νεράιδες του παραμυθιού
  2. (μειωτικό, αργκό) αρσενικός ομοφυλόφιλος, ιδιαιτέρως ο θηλυπρεπής
     συνώνυμα:  fag, faggot, poof και queer