faire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
faire < μέση γαλλική faire < παλαιά γαλλική faire

faire (fr)

  1. κάνω
  2. πράττω
  3. σκατώνω

je fais
tu fais
il/elle/on fait
nous faisons
vous faites
ils/elles font