exile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exile exiles

exile (en)

  1. η εξορία, η εκτόπιση
    ⮡  the exile of political opponents of the regime - η ε��τόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
  2. ο εξόριστος
    ⮡  political exiles - πολιτικοί εξόριστοι
ενεστώτας exile
γ΄ ενικό ενεστώτα exiles
αόριστος exiled
παθητική μετοχή exiled
ενεργητική μετοχή exiling

exile (en)