exile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exile | exiles |
exile (en)
- η εξορία, η εκτόπιση
- ⮡ the exile of political opponents of the regime - η ε��τόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
- ο εξόριστος
- ⮡ political exiles - πολιτικοί εξόριστοι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | exile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exiles |
αόριστος | exiled |
παθητική μετοχή | exiled |
ενεργητική μετοχή | exiling |
exile (en)