esperanto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
esperanto < esper- + -ant- + -o, από το 1887 και έπειτα, όταν ο "δημιουργός" της, Ζάμενχοφ (Zamenhof), χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Doktoro Esperanto ("ο δόκτορας που ελπίζει") με το οποίο υπέγραψε το πρώτο βιβλίο που εξηγούσε τις βάσεις αυτής της γλώσσας.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (ia)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (ca) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (pl) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (pt)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (ro)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (sv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (cs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esperanto (fi)