effing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

effing (en)

  1. ευφημισμός για το fucking (γαμημένος, ή χρησιμοποιείται για έμφαση)
    tell her to keep her effing cat out of my room
    The band rocked out til 2 a.m., now that is an effing concert!

Επίρρημα

[επεξεργασία]

effing (en)

  1. ευφημισμός για το fucking και χρησιμοποιείται (όπως το fucking) για να δώσει έμφαση ο ομιλητής στη δήλωσή του
    are you effing kidding me??