doormat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
doormat doormats

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doormat < door + mat

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doormat (en)

  • το χαλάκι της πόρτας, το πατάκι, το μικρό χάλι σε εισόδους οικημάτων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • doormat στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια