develop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | develop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | develops |
αόριστος | developed |
παθητική μετοχή | developed |
ενεργητική μετοχή | developing |
Ρήμα
[επεξεργασία]develop (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω, εξελίσσω, σταδιακά μεγαλώνω ή γίνομαι μεγαλύτερος, δυνατότερος κτλ. ή κάνω κάτι να μεγαλώσει
- ↪ The chicken develops in the egg.
- Το κοτόπουλο αναπτύσσεται μέσα στο αυγό.
- ↪ Reading develops one’s mind.
- Με το διάβασμα αναπτύσσεται το μυαλό.
- ↪ Patras developed into a large town.
- Η Πάτρα αναπτύχθηκε σε μεγάλη πόλη.
- ↪ Our network has developed significantly in recent years.
- Το δίκτυο μας αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
- ↪ I am developing my skills.
- Εξελίσσω τις δυνατότητές μου.
- ↪ The chicken develops in the egg.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- develop - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56, 304. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπτύσσω, εξελίσσω