denier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
denier | deniers |
denier (fr) αρσενικό
- το αργύριο, ρωμαϊκό νόμισμα
- (παρωχημένο) ο τόκος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- les deniers publics: το δημόσιο χρήμα