crash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

crash (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εντατικός, πολύ γρήγορος
    a crash course - εντατικά μαθήματα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crash crashes

crash (en)

  1. η σύγκρουση, το δυστύχημα, ατύχημα στο οποίο ένα όχημα χτυπά κάτι άλλο
    He was killed in a crash.
    Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση.
    an air crash - αεροπορικό δυστύχημα
     συνώνυμα: wreck
  2. ο πάταγος, ο βρόντος, ο δυνατός θόρυβος, πχ. από σπάσιμο
    The tree fell with a crash.
    Το δέντρο έπεσε με πάταγο.
    the crash of a falling tree - ο βρόντος ενός δέντρου που πέφτει
  3. το κραχ στην οικονομία
    the great crash of 1929 - το μεγάλο κραχ του 1929
  4. (πληροφορική) η κατάρρευση υπολογιστικού συστήματος
    a crash in the electronic voting system - κατάρρευση του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας
  5. μια ομάδα ρινόκερων
ενεστώτας crash
γ΄ ενικό ενεστώτα crashes
αόριστος crashed
παθητική μετοχή crashed
ενεργητική μετοχή crashing

crash (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συντρίβω, τρακάρω, συγκρούομαι, πέφτω, ρίχνω
    The waves crashed the boat into the rocks.
    Τα κύματα συντρίψανε τη βάρκα στα βράχια.
    The car crashed into a tree.
    Το αυτοκίνητο συντρίφτηκε σ' ένα δέντρο.
    He crashed into a tree.
    Τράκαρε σ' ένα δέντρο.
    Two motorcycles crashed.
    Τρακάρισαν δύο μοτοσικλέτες.
    The two cars crashed.
    Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν.
    The airplane crashed into the mountain and broke apart.
    Το αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε.
    He crashed his car into a wall.
    Έριξε τ' αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
     συνώνυμα: run into
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, σπάζω, θρυμματίζομαι με πάταγο, χτυπάω κάτι δυνατά ενώ κινούμαι, προκαλώντας θόρυβο ή/και ζημιά
    The shutters were crashing against the wall.
    Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
    The waves were crashing against the rocks.
    Τα κύματα έσπαζαν στα βράχια.
    The glass panel came crashing down.
    Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο.
  3. (αμετάβατο) χρεοκοπώ, καταρρέω, πέφτω κατακόρυφα, για τιμές, μια επιχείρηση, μετοχές κτλ. που χάνουν αξία ή κλείνουν ξαφνικά και γρήγορα
    Dozens of banks crashed.
    Δεκάδες τράπεζες χρεοκόπησαν.
    Our economy is crashing.
    Καταρρέει η οικονομία μας.
    Stock price crashed.
    Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
  4. καταρρέω (για υπολογιστή ή πρόγραμμα)
  5. πέφτω, καταρρέω μετά από την ευφορία που προκλήθηκε λόγω χρήσης ναρκωτικών



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crash < αγγλική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crash crashs

crash (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]