crédit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crédit | crédits |
crédit (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : credit, crèdit |
ενικός | πληθυντικός |
crédit | crédits |
crédit (fr) αρσενικό