Μετάβαση στο περιεχόμενο

counsel

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

counsel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (νομικός όρος) ο συνήγορος, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν κάποιον στο δικαστήριο
      counsel for the plaintiff/for the defendant - συνήγορος του ενάγοντος/του εναγομένου
      counsel for the defense - συνήγορος υπερασπίσεως

counsel (en)

  • (επίσημο) συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
      The police counseled us against traveling at night.
    Η αστυνομία μας συμβούλεψε να μην ταξιδέψουμε νύχτα.