cosmetic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cosmetic |
συγκριτικός | more cosmetic |
υπερθετικός | most cosmetic |
cosmetic (en)
- διακοσμητικός, που βελτιώνει μόνο την εξωτερική εμφάνιση κάτι και όχι τον βασικό του χαρακτήρα
- ⮡ Some of these reforms are just cosmetic.
- Μερικές απ' αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι απλά διακοσμητικές.
- ⮡ Some of these reforms are just cosmetic.
- αισθητικός, σχετίζεται με ιατρική θεραπεία που αποσκοπεί στη βελτίωση της αισθητικής ενός ατόμου
- ⮡ cosmetic surgery - αισθητική εγχείρηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cosmetic | cosmetics |
cosmetic (en)
- (κοσμετολογία) το καλλυντικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- cosmetic στην αγγλική Βικιπαίδεια