correctly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός correctly
συγκριτικός more correctly
υπερθετικός most correctly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
correctly < correct + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

correctly (en)

  • σωστά, με σωστό τρόπο
    The student didn’t correctly calculate the radius of the circle.
    Ο μαθητής δεν υπολόγισε σωστά την ακτίνα του κύκλου.