correctly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | correctly |
συγκριτικός | more correctly |
υπερθετικός | most correctly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]correctly (en)
- σωστά, με σωστό τρόπο
- ↪ The student didn’t correctly calculate the radius of the circle.
- Ο μαθητής δεν υπολόγισε σωστά την ακτίνα του κύκλου.
- ↪ The student didn’t correctly calculate the radius of the circle.