concerned

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός concerned
συγκριτικός more concerned
υπερθετικός most concerned

concerned (en)

  • ανήσυχος, ανησυχώ, που νοιάζεται, που έχει ανησυχία
    His relatives are concerned about his health.
    Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του.
    I am concerned about/for her health.
    Ανησυχώ για την υγεία της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

concerned (en)