climb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
climb | climbs |
climb (en)
- η ανάβαση, το ανέβασμα, το να ανέβω σε βουνό, βράχο ή μεγάλο αριθμό σκαλοπατιών
- ⮡ The climb to the top of Olympus is dangerous.
- Η ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου είναι επικίνδυνη.
- ⮡ The climb to the top of the mountain was difficult.
- Το ανέβασμα ως την κορυφή του βουνού ήταν δύσκολο.
- ⮡ The climb to the top of Olympus is dangerous.
- (συνήθως ενικός) η αναρρίχηση, η αύξηση
- ⮡ a climb in oil prices - αναρρίχηση των τιμών του πετρελαίου
- (συνήθως ενικός) η αναρρίχηση, το να ανέρχομαι σε ανώτερη βαθμίδα
- ⮡ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
- Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.
- ⮡ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | climb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | climbs |
αόριστος | climbed |
παθητική μετοχή | climbed |
ενεργητική μετοχή | climbing |
climb (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανεβαίνω κάτι προς την κορυφή
- (αμετάβατο) σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, μετακινούμαι κάπου ψηλά, ειδικά με δυσκολία ή προσπάθεια, χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια
- ⮡ I watched him climbing up the wall.
- Τον παρακολούθησα που σκαρφάλωνε τον τοίχο.
- ⮡ We climbed high.
- Αναρριχηθήκαμε ψηλά.
- ⮡ We were climbing on trees and cutting fruit.
- Ανεβαίναμε στα δέντρα και κόβαμε φρούτα.
- ⮡ I watched him climbing up the wall.
- (αμετάβατο) ανεβαίνω, για θερμοκρασία, χρήματα κτλ. που αυξάνεται σε αξία ή ποσότητα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανεβαίνω, κινούμαι σε υψηλότερη θέση σε ένα γράφημα, πίνακα, κοινωνία ή οργανισμό
- ⮡ He climbed to the rank of major.
- Ανέβηκε στο βαθμό του ταγματάρχη.
- ⮡ He climbed to the rank of major.