character
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
character | characters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]character (en)
- (μετρήσιμο) το πρόσωπο, ένα άτομο ή ένα ζώο σε ένα βιβλίο, θεατρικό έργο ή ταινία
- ⮡ the characters in a play - τα πρόσωπα ενός έργου
- ⮡ I am playing the character of Hamlet.
- Υποδύομαι το πρόσωπο του Άμλετ.
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, όλες οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο διαφορετικό από τους άλλους
- (μη μετρήσιμο) ο χαρακτήρας, δυνατές προσωπικές ιδιότητες όπως η ικανότητα αντιμετώπισης δύσκολων ή επικίνδυνων καταστάσεων
- ⮡ He is a man of character.
- Είναι άνθρωπος με χαρακτήρα.
- ⮡ He lacks character.
- Δεν έχει χαρακτήρα.
- ⮡ He is a man of character.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, έτσι όπως είναι κάτι, μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που έχει ένα πράγμα, ένα γεγονός ή ένας τόπος
- ⮡ Our house has its own character.
- Το σπίτι μας έχει δική του προσωπικότητα.
- ≈ συνώνυμα: personality
- ⮡ Our house has its own character.
- (μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, η ενδιαφέρουσα ή ασυνήθιστη ιδιότητα που έχει ένα μέρος ή ένα πρόσωπο
- ⮡ cities without character - πόλεις χωρίς προσωπικότητα
- ≈ συνώνυμα: personality
- (μετρήσιμο, ανεπίσημο) το πρόσωπο, ιδιαίτερα ένα δυσάρεστο ή παράξενο
- ⮡ He is a shady character.
- Είναι ύποπτο πρόσωπο.
- ⮡ He is a shady character.
- (μετρήσιμο, ανεπίσημο) ο τύπος, ένα ενδιαφέρον ή ασυνήθιστο άτομο
- ⮡ His brother is quite a character!
- Είναι τύπος ο αδελφός του!
- ⮡ His brother is quite a character!
- (μετρήσιμο) ο χαρακτήρας, ένα γράμμα, σημάδι, σήμα ή σύμβολο που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην εκτύπωση ή σε υπολογιστές
- ⮡ in Latin characters - με Λατινικούς χαρακτήρες
- ※ For best readability, programmers often like to avoid code lines longer than 80 characters. [1]
- «Για καλύτερη αναγνωσιμότητα, οι προγραμματιστές συχνά προτιμούν να αποφεύγουν γραμμές κώδικα μεγαλύτερες από 80 χαρακτήρες.»
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]- (επιστήμη υπολογιστών, προγραμματισμός) primitive type
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική:
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.
Πηγές
[επεξεργασία]- character - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 752, 752-753, 904-905, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσωπικότητα, πρόσωπο, τύπος, χαρακτήρας