chap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chap chaps

chap (en)

ενεστώτας chap
γ΄ ενικό ενεστώτα chaps
αόριστος chapped
παθητική μετοχή chapped
ενεργητική μετοχή chapping

chap (en)