chap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chap | chaps |
chap (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | chap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chaps |
αόριστος | chapped |
παθητική μετοχή | chapped |
ενεργητική μετοχή | chapping |
chap (en)
- (αμετάβατο) σκάει το δέρμα μου
- ⮡ My hands are chapping from the cold.
- Τα χέρια μου είναι σκασμένα από το κρύο.
- ⮡ My hands are chapping from the cold.
Πηγές
[επεξεργασία]- chap - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω