château

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

château (fr)

Il habite dans un château : κατοικεί σε ένα πύργο.

Le château fort : το (οχυρωμένο) κάστρο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]