château
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]château (fr)
Il habite dans un château : κατοικεί σε ένα πύργο.
Le château fort : το (οχυρωμένο) κάστρο.