carriera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- carriera < υστερολατινική carraria < λατινική carrus & → δείτε την ετυμολογία στο καριέρα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καριέρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carriera | carriere |
carriera (it)
- η σταδιοδρομία, η καριέρα
Πηγές
[επεξεργασία]- carriera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοκελτική (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ιταλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)