Μετάβαση στο περιεχόμενο

bring in

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας bring in
γ΄ ενικό ενεστώτα brings in
αόριστος brought in
παθητική μετοχή brought in
ενεργητική μετοχή bringing in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bring in <  δείτε τις λέξεις bring και in

bring in (en)

  1. φέρνω, ζητώ από κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά ή να ασχοληθεί με κάτι
      We have to bring in the plumber.
    Πρέπει να φέρουμε τον υδραυλικό.
      Go bring in a doctor immediately!
    Φέρε αμέσως ένα γιατρό!
  2. αποφέρω, φέρω, κερδίζω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
      His investments bring in 10%.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν 10%.
      The loan brings in 7% interest.
    Το δάνειο φέρνει 7% τόκο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη yield