bento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bento ενικός και πληθυντικός
(ορθός πληθυντικός: bento, δεύτερος πληθυντικός: bentos)
- ιαπωνικό (και όχι μόνο) σπιτικό φαγητό σε τάπερ [= bento box] (για το σχολείο, την δουλειά, εκδρομή κτλ.)