Μετάβαση στο περιεχόμενο

ban

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ban bans

ban (en)

  • η απαγόρευση
      The group is pushing for a ban.
    Η ομάδα πιέζει για απαγόρευση.
      They put a ban on it.
    Το έβαλαν σε απαγόρευση.
ενεστώτας ban
γ΄ ενικό ενεστώτα bans
αόριστος banned
παθητική μετοχή banned
ενεργητική μετοχή banning

ban (en) (μεταβατικό)

  1. απαγορεύω, αποφασίζω ή λέω επίσημα ότι κάτι δεν επιτρέπεται
      All nuclear weapons must be banned.
    Όλα τα πυρηνικά όπλα πρέπει να απαγορευτούν.
      They tried banning the book.
    Προσπάθησαν να απαγορεύσουν το βιβλίο.
      Parking downtown is banned.
    Απαγορεύτηκε η στάθμευση στο κέντρο της πόλης.
  2. απαγορεύω, αποκλείω, διατάζω κάποιον να μην κάνει κάτι, να πάει κάπου κτλ., ειδικά επίσημα
      They banned students from smoking.
    Απαγόρευσαν στους μαθητές να καπνίζουν.
      The sprinter has been banned for life after failing a doping test.
    Ο σπρίντερ έχει αποκλειστεί δια βίου μετά από αποτυχία σε έλεγχο ντόπινγκ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη prohibit



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ban (ang)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ban (ro) αρσενικό