aspekto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspekto | aspektoj |
αιτιατική | aspekton | aspektojn |
aspekto (eo)
- η όψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspekto | aspektoj |
αιτιατική | aspekton | aspektojn |
aspekto (eo)