arĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĉo | arĉoj |
αιτιατική | arĉon | arĉojn |
arĉo (eo)
- το δοξάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĉo | arĉoj |
αιτιατική | arĉon | arĉojn |
arĉo (eo)