appreciate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | appreciate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appreciates |
αόριστος | appreciated |
παθητική μετοχή | appreciated |
ενεργητική μετοχή | appreciating |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- appreciate < μεσαιωνική λατινική appreciatus < υστερολατινική appretiatus < λατινική ap- + preti(um) (τιμή, αξία) + -atus. [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /əˈpriː.ʃi.eɪt/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]appreciate (en)
- (μεταβατικό) εκτιμώ, θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι κάτι έχει αξία, καλές ιδιότητες
- (μεταβατικό) εκτιμώ, είμαι ευγνώμων για κάτι που έχει κάνει κάποιος· υποδέχομαι κάτι
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
- ⮡ He doesn’t appreciate the seriousness of the situation.
- Δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης.
- ≈ συνώνυμα: understand
- ⮡ He doesn’t appreciate the seriousness of the situation.
- (αμετάβατο) ανατιμώμαι, αυξάνομαι σε αξία
- ⮡ The euro appreciated against the dollar.
- Ανατιμήθηκε το ευρώ έναντι του δολαρίου
- ⮡ Land appreciated greatly since 2020.
- Η γη ανατιμήθηκε πολύ από το 2020.
- ≠ αντώνυμα: depreciate
- ⮡ The euro appreciated against the dollar.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ appreciate - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- ↑ appreciate - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- 1 2 appreciate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)