angine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
angine | angines |
angine (fr) θηλυκό
- η κυνάγχη
ενικός | πληθυντικός |
angine | angines |
angine (fr) θηλυκό