alternating

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

alternating (en)

  • εναλλασσόμενος, που εναλλάσσεται διαδοχικά με άλλον
    ⮡  alternating days - εναλλασσόμενες ημέρες
    ⮡  the alternating periods of flooding and drought - οι εναλλασσόμενες περίοδοι πλημμύρων και ξηρασίας
     συνώνυμα: alternate

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

alternating (en)