adopt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | adopt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adopts |
αόριστος | adopted |
παθητική μετοχή | adopted |
ενεργητική μετοχή | adopting |
Ρήμα
[επεξεργασία]adopt (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υιοθετώ, αναγνωρίζω ένα παιδί ως δικό μου με υιοθεσία
- ⮡ Many childless couples are looking to adopt a child.
- Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί.
- ⮡ Many childless couples are looking to adopt a child.
- (μεταβατικό) υιοθετώ, ενστερνίζομαι, ασπάζομαι, αρχίζω να χρησιμοποιώ μια συγκεκριμένη μέθοδο ή να δείχνω μια συγκεκριμένη στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
- Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.
- ⮡ He had adopted the revolutionary ideas of his time.
- Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του.
- ⮡ The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.