Μετάβαση στο περιεχόμενο

adopt

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας adopt
γ΄ ενικό ενεστώτα adopts
αόριστος adopted
παθητική μετοχή adopted
ενεργητική μετοχή adopting

adopt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) υιοθετώ, αναγνωρίζω ένα παιδί ως δικό μου με υιοθεσία
      Many childless couples are looking to adopt a child.
    Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί.
  2. (μεταβατικό) υιοθετώ, ενστερνίζομαι, ασπάζομαι, αρχίζω να χρησιμοποιώ μια συγκεκριμένη μέθοδο ή να δείχνω μια συγκεκριμένη στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι
      The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
    Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.
      He had adopted the revolutionary ideas of his time.
    Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του.

Συγγενικά

[επεξεργασία]